Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπελντές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μπελντ
ές
οι
μπελντ
έδες
γενική
του
μπελντ
έ
των
μπελντ
έδων
αιτιατική
τον
μπελντ
έ
τους
μπελντ
έδες
κλητική
μπελντ
έ
μπελντ
έδες
Κατηγορία
όπως «
καφές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπελντές
<
πελτές
<
τουρκική
pelte
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπελντές
αρσενικό
(
γαστρονομία
)
άλλη μορφή
του
πελτές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπελντές
→
δείτε
τη λέξη
πελτές