cling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα 1
επεξεργασίαενεστώτας | cling |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clings |
αόριστος | clung |
παθητική μετοχή | clung |
ενεργητική μετοχή | clinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cling (en)
Ρήμα 2
επεξεργασίαενεστώτας | cling |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clings |
αόριστος | clinged |
παθητική μετοχή | clinged |
ενεργητική μετοχή | clinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cling (en)
- παράγω ψηλό ήχο σαν καμπανάκι
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ