ενεστώτας tear away
γ΄ ενικό ενεστώτα tears away
αόριστος tore away
παθητική μετοχή torn away
ενεργητική μετοχή tearing away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tear away < → δείτε τις λέξεις tear και away

tear away (en)

  • ξεκολλώ, φεύγω κάπου παρόλο που θα προτιμούσα να μείνω εκεί· αφαιρώ κάτι από κάπου
    ⮡  He couldn’t tear himself away from his book/her.
    Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το βιβλίο του/από κοντά της.