tear away
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tear away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tears away |
αόριστος | tore away |
παθητική μετοχή | torn away |
ενεργητική μετοχή | tearing away |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtear away (en)
- ξεκολλώ, φεύγω κάπου παρόλο που θα προτιμούσα να μείνω εκεί· αφαιρώ κάτι από κάπου
- ⮡ He couldn’t tear himself away from his book/her.
- Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το βιβλίο του/από κοντά της.
- ⮡ He couldn’t tear himself away from his book/her.
Πηγές
επεξεργασία- tear away - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 603. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεκολλώ