Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɛə/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tear tears

tear (en)

  • το σκίσιμο, το αποτέλεσμα του να σχίζω
      a tear in the back of the jacket - ένα σκίσιμο του σακακιού πίσω
ενεστώτας tear
γ΄ ενικό ενεστώτα tears
αόριστος tore
παθητική μετοχή torn
ενεργητική μετοχή tearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

tear (en)

  1. (μεταβατικό) σχίζω
  2. (αμετάβατο) σχίζομαι
  3. κινούμαι με πολύ μεγάλη ταχύτητα

Παράγωγα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɪə/ (βρετανική)
ΔΦΑ : /tɪɚ/ (αμερικανική)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tear tears

tear (en)

  • το δάκρυ
      Her eyes filled with tears.
    Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
      tear gas - δακρυγόνο αέριο

Συγγενικά

επεξεργασία

tear (en)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tear (gl) αρσενικό