teardrop
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
teardrop (en)
- το δάκρυ
Επίθετο επεξεργασία
teardrop (en)
- δακρύσχημος, δακρυοειδής, δακρύμορφος, δακρυμορφικός, δακρυσχήματος, δακρυσχηματικός
- που έχει μορφή-σχήμα σαν δάκρυ
teardrop (en)
teardrop (en)