δακρύσχημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaˈkɾi.sçi.mos/
Επίθετο
επεξεργασία
δακρύσχημος αρσενικό (δακρύσχημη θηλυκό, δακρύσχημο ουδέτερο)
- που έχει σχήμα δακρύου
Συνώνυμα
επεξεργασία- αχλαδόσχημος (για έγχορδα όργανα, για πολύτιμες πέτρες)
Συγγενικά
επεξεργασία- αβγόσχημος
- αχλαδόσχημος
- καρδιόσχημος
- σταυρόσχημος
- και → δείτε τη λέξη σχήμα