δακρύσχημων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδακρύσχημων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δακρύσχημος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δακρύσχημος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δακρύσχημος
δακρύσχημων