Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιόσχημος η καρδιόσχημη το καρδιόσχημο
      γενική του καρδιόσχημου της καρδιόσχημης του καρδιόσχημου
    αιτιατική τον καρδιόσχημο την καρδιόσχημη το καρδιόσχημο
     κλητική καρδιόσχημε καρδιόσχημη καρδιόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιόσχημοι οι καρδιόσχημες τα καρδιόσχημα
      γενική των καρδιόσχημων των καρδιόσχημων των καρδιόσχημων
    αιτιατική τους καρδιόσχημους τις καρδιόσχημες τα καρδιόσχημα
     κλητική καρδιόσχημοι καρδιόσχημες καρδιόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδιόσχημος < καρδιό- + σχήμ(α) + -ος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.ðiˈo.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐δι‐ό‐σχη‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

καρδιόσχημος, καρδιόσχημη, καρδιόσχημο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καρδιά και σχήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία