καρδιόσχημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.ðiˈo.sçi.mo/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρδιόσχημο
- αιτιατική ενικού του καρδιόσχημος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καρδιόσχημος
καρδιόσχημο