δακρυγόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δακρυγόνος < δάκρυ + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lacrymogène)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ða.kɾiˈγo.nos/
Επίθετο
επεξεργασίαδακρυγόνος, -ος/-α, -ο
- που δημιουργεί δάκρυα
- δακρυγόνος αδένας
- Η δακρυγόνος ιδιότητα του κυανιούχου βρωμοβενζυλίου εξασθενεί με τη θερμότητα
- (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ) το δακρυγόνο: αέριο που προκαλεί την έκκριση δακρύων· χρησιμοποιείται ως όπλο από τις αστυνομικές δυνάμεις για τη διάλυση διαδηλώσεων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δακρυγόνος (επίθετο)