Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lacrymogène
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
lacrymogène
<
λατινική
lacrima
(
δάκρυ
) +
-gène
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
lacrymogène
lacrymogènes
lacrymogène
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
δακρυγόνος