Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lacrymogène < λατινική lacrima (δάκρυ) + -gène

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lacrymogène lacrymogènes

lacrymogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό