αργαλειός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αργαλειός < αργαλειό < (ελληνιστική κοινή) ἀργαλεῖον < αρχαία ελληνική ἐργαλεῖον < ἔργον
Ουσιαστικό επεξεργασία
αργαλειός αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έργο