↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐργαλεῖον τὰ ἐργαλεῖ
      γενική τοῦ ἐργαλείου τῶν ἐργαλείων
      δοτική τῷ ἐργαλεί τοῖς ἐργαλείοις
    αιτιατική τὸ ἐργαλεῖον τὰ ἐργαλεῖ
     κλητική ! ἐργαλεῖον ἐργαλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐργαλείω
γεν-δοτ τοῖν  ἐργαλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐργᾰλεῖον < πιθανώς από τον ιωνικό τύπο ἐργαλήϊον < *(ϝ)εργᾰ́λη + -ιον < θηλυκό του *ϝέργᾰλος < ϝέργ(ον) + *-ᾰλο(ς) (επίθημα που δηλώνει όργανο)[1], για το επίθημα (-ᾰλος, -ᾰλον, -ᾰ́λη) → δείτε σκύταλος, σκῠτᾰ́λη και σκῠ́τᾰλον, ῥοπᾰ́λη και ῥόπᾰλον, -μάσχᾰλος και μασχᾰ́λη, ἄγκᾰλος και ἀγκᾰ́λη, -κέφᾰλος και -κεφᾰ́λη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐργαλεῖον ουδέτερο

  • το εργαλείο, το μέσον
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 44.1
    Τοσαύτη ἡ πρώτη παρασκευὴ πρὸς τὸν πόλεμον διέπλει. τούτοις δὲ τὰ ἐπιτήδεια ἄγουσαι ὁλκάδες μὲν τριάκοντα σιταγωγοί, καὶ τοὺς σιτοποιοὺς ἔχουσαι καὶ λιθολόγους καὶ τέκτονας καὶ ὅσα ἐς τειχισμὸν ἐργαλεῖα, πλοῖα δὲ ἑκατόν, ἃ ἐξ ἀνάγκης μετὰ τῶν ὁλκάδων ξυνέπλει·
    Τόσες ήσαν οι πρώτες δυνάμεις που ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Μαζί τους ήσαν και μεταγωγικά του ανεφοδιασμού, τριάντα εμπορικά με τρόφιμα και με αρτοποιούς, πετροπελεκητές και ξυλουργούς και όσα εργαλεία χρειάζονταν για να χτιστεί τείχος. Μαζί ήσαν άλλα εκατό μικρότερα καράβια που είχαν επιταχθεί.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα ἐργαλ-

Απόγονοι

επεξεργασία

ἐργαλεῖον (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: εργαλείο
λατινικά: ergalium
γαλικιανά: argallo
ελληνιστική κοινή: ἀργαλεῖον
νέα ελληνικά: αργαλειό
νέα ελληνικά: αργαλειός

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκυτάλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012, «Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < αμάρτυρο τ. σκύτος «κομμάτι αποφλοιωμένου ξύλου» (πρβλ. σκύτη / σκῦτος) + επίθημα -αλο- (βλ. και λ. σκύταλον), που δηλώνει όργανο»