Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐργαλήϊον < ἔργον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐργαλήϊον ουδέτερο

  • ιωνικός τύπος του ἐργαλεῖον
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 131.1
    Ὁ δὲ Δημοκήδης οὗτος ὧδε ἐκ Κρότωνος ἀπιγμένος Πολυκράτεϊ ὡμίλησε· πατρὶ συνείχετο ἐν τῇ Κρότωνι ὀργὴν χαλεπῷ· τοῦτον ἐπείτε οὐκ ἐδύνατο φέρειν, ἀπολιπὼν οἴχετο ἐς Αἴγιναν. καταστὰς δὲ ἐς ταύτην πρώτῳ ἔτεϊ ὑπερεβάλετο τοὺς ἄλλους ἰητρούς, ἀσκευής περ ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια.
    Νά τώρα πώς ο Δημοκήδης, που ερχόταν από τον Κρότωνα, σχετίστηκε με τον Πολυκράτη· στον Κρότωνα δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του που ήταν οξύθυμος. Επειδή δεν μπορούσε να τον υποφέρει, έφυγε και πήγε στην Αίγινα. Εγκαταστάθηκε εκεί, και μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένος και δεν είχε κανένα από τα εργαλεία της ιατρικής, τον πρώτο κιόλας χρόνο ξεπέρασε τους άλλους γιατρούς.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr