métier à tisser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
métier à tisser | métiers à tisser |
métier à tisser (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
métier à tisser | métiers à tisser |
métier à tisser (fr) αρσενικό