ύφανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύφανση | οι | υφάνσεις |
γενική | της | ύφανσης* | των | υφάνσεων |
αιτιατική | την | ύφανση | τις | υφάνσεις |
κλητική | ύφανση | υφάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υφάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύφανση < (ελληνιστική κοινή) ὕφανσις < αρχαία ελληνική ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ- (υφαίνω, πλέκω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαύφανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υφαίνω
- μπορεί το βαμβάκι που χρησιμοποιήθηκε να είναι αιγυπτιακό όμως η ύφανσή του έγινε στην Ελλάδα
- (συνεκδοχικά) η τεχνοτροπία ή ο τρόπος με τον οποίο έχει υφανθεί κάτι
- πήρα ένα ύφασμα με πολύ πυκνή ύφανση