weave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | weave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weaves |
αόριστος | wove |
παθητική μετοχή | woven |
ενεργητική μετοχή | weaving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαweave (en)
ενεστώτας | weave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weaves |
αόριστος | wove |
παθητική μετοχή | woven |
ενεργητική μετοχή | weaving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
weave (en)