Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
loom looms

loom (en)

ενεστώτας loom
γ΄ ενικό ενεστώτα looms
αόριστος loomed
παθητική μετοχή loomed
ενεργητική μετοχή looming

loom (en)

  1. εμφανίζομαι, πλησιάζω (για κάτι που προκαλεί ενδιαφέρον ή ανησυχία, που επικρέμαται)
    the election day looms λείπει η μετάφραση
  2. εμφανίζομαι απειλητικά, αιωρούμαι
    ⮡  Over the country looms the threat of war.
    Πάνω από τη χώρα αιωρείται η απειλή του πολέμου.
  3. loom large: προκαλώ φόβο, ανησυχία
    ⮡  the shadow of the dead king loomed large in the palace
    λείπει η μετάφραση



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

loom (et)