Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

tear up < tear (από την ετυμολογία 1) + up

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας tear up
γ΄ ενικό ενεστώτα tears up
αόριστος tore up
παθητική μετοχή torn up
ενεργητική μετοχή tearing up

tear up (en)

  • σχίζω και κάνω κομματάκια
    Tear up his letter and throw it away!
    Κάνε κομματάκια το γράμμα του και πέταξέ το!

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

tear up < tear (από την ετυμολογία 2) + up

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας tear up
γ΄ ενικό ενεστώτα tears up
αόριστος teared up
παθητική μετοχή teared up
ενεργητική μετοχή tearing up

tear up (en)

  • δακρύζω
    He teared up when he learned that…
    Δάκρυσε, όταν έμαθε πως…
    I teared up from laughter.
    Δάκρυσα από τα γέλια.
    My eye is tearing up.
    Δακρύζει το μάτι μου.

  Πηγές επεξεργασία