ενεστώτας tear down
γ΄ ενικό ενεστώτα tears down
αόριστος tore down
παθητική μετοχή torn down
ενεργητική μετοχή tearing down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tear down < → δείτε τις λέξεις tear και down

tear down (en)

  • (μεταβατικό) γκρεμίζω, ρίχνω, καταστρέφω ένα κτίριο
    ⮡  I tear down a hut.
    Γκρεμίζω μια καλύβα.
    ⮡  We will tear down the old house and put up an apartment building.
    Θα ρίξουμε το παλιό σπίτι και θα φτιάξουμε πολυκατοικία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη demolish