σκίσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsci.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκί‐σι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκίσιμο ουδέτερο
- ο διαχωρισμός (ενός αντικειμένου) σε τουλάχιστον δύο μέρη με βίαιο τρόπο, με το ζόρι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα σχιζ-
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκίσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας