πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκίσιμο τα σκισίματα
      γενική του σκισίματος των σκισιμάτων
    αιτιατική το σκίσιμο τα σκισίματα
     κλητική σκίσιμο σκισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκίσιμο < σκίσ- (σκίζω, έσκισα) + -ιμο.[1] Δείτε και σχίσιμο < σχίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία