↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκιστός η σκιστή το σκιστό
      γενική του σκιστού της σκιστής του σκιστού
    αιτιατική τον σκιστό τη σκιστή το σκιστό
     κλητική σκιστέ σκιστή σκιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκιστοί οι σκιστές τα σκιστά
      γενική των σκιστών των σκιστών των σκιστών
    αιτιατική τους σκιστούς τις σκιστές τα σκιστά
     κλητική σκιστοί σκιστές σκιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σχιστός με ανομοίωση στην άρθρωση [sx]> [sk][1] < σχίζω Συγκρίνετε με το σχιστός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sciˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχι‐στός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκιστός, -ή, -ό

  1. (ενδυμασία, για ρούχο) που έχει άνοιγμα, σκίσιμο
    ⮡  Φορούσε μια φούστα σκιστή μέχρι επάνω· όλο το πόδι έξω!
  2. (λιγότερο λόγια μορφή του σχιστός) που έχει άνοιγμα αν να έχει σκιστεί ή έχει μορφή σα να έχει τραβηχτεί
    ⮡  φυλές με σκιστά μάτια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία