Δείτε επίσης: Σχιστός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχιστός η σχιστή το σχιστό
      γενική του σχιστού της σχιστής του σχιστού
    αιτιατική τον σχιστό τη σχιστή το σχιστό
     κλητική σχιστέ σχιστή σχιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχιστοί οι σχιστές τα σχιστά
      γενική των σχιστών των σχιστών των σχιστών
    αιτιατική τους σχιστούς τις σχιστές τα σχιστά
     κλητική σχιστοί σχιστές σχιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχιστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχιστός[1] < σχίζω. Συκρίνετε με το σκιστός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sçiˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχι‐στός

  Επίθετο

επεξεργασία

σχιστός, -ή, -ό

  1. που έχει σχιστεί
    άλλες μορφές: σχισμένος
  2. που έχει σχεδιαστεί επίτηδες με κάποιο άνοιγμα σαν σκίσιμο
  3. → και δείτε τη λέξη σκιστός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία