πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχισμάδα οι σχισμάδες
      γενική της σχισμάδας των σχισμάδων
    αιτιατική τη σχισμάδα τις σχισμάδες
     κλητική σχισμάδα σχισμάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σχισμάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σχισμάδα. Μορφολογικά αναλύεται σε σχισμ(ή) + -άδα. Συγκρίνετε με το σκισμάδα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχισμάδα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία