Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκισιματιά οι σκισιματιές
      γενική της σκισιματιάς των σκισιματιών
    αιτιατική τη σκισιματιά τις σκισιματιές
     κλητική σκισιματιά σκισιματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκισιματιά < σκίσιμο + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκισιματιά θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία