σκισμάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκισμάδα < σκισμή + -άδα < αρχαία ελληνική σχισμή
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκισμάδα θηλυκό
- (ποιητικός τύπος) άλλη μορφή του σχισμή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκισμάδα
|