σχίσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχίσμα | τα | σχίσματα |
γενική | του | σχίσματος | των | σχισμάτων |
αιτιατική | το | σχίσμα | τα | σχίσματα |
κλητική | σχίσμα | σχίσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχίσμα < μεσαιωνική λατινική schisma < αρχαία ελληνική σχίσμα < σχίζω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική schisme)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχίσμα ουδέτερο
- (θρησκεία) ο διαχωρισμός μιας ενιαίας Εκκλησίας σε δύο τμήματα που δεν κοινωνούν εκκλησιαστικά μεταξύ τους
- το σχίσμα του 1054 είχε βαρύτατες μακροπρόθεσμες συνέπειες για το Βυζάντιο
- (γενικότερα) η διάσπαση ενός οργανωμένου συνόλου
- η διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ το 1968 προκάλεσε ένα βαθύ σχίσμα στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς
Συγγενικά
επεξεργασία- σχισματικός
- → δείτε τη λέξη σχίζω