skismo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skismo | skismoj |
αιτιατική | skismon | skismojn |
skismo (eo)
- το σχίσμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skismo | skismoj |
αιτιατική | skismon | skismojn |
skismo (eo)