σχισματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχισματικός < μεσαιωνική ελληνική σχισματικός < αρχαία ελληνική σχίσμα < σχίζω
Επίθετο
επεξεργασίασχισματικός
- που έχει σχέση με το σχίσμα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που έχει αποσχιστεί από την επίσημη εκκλησία κι έχει καταδικαστεί εκκλησιαστικώς με συνοδική απόφαση
- (ουσιαστικοποιημένο) υποστηρικτής του σχίσματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχισματικός