↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχισματικός η σχισματική το σχισματικό
      γενική του σχισματικού της σχισματικής του σχισματικού
    αιτιατική τον σχισματικό τη σχισματική το σχισματικό
     κλητική σχισματικέ σχισματική σχισματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχισματικοί οι σχισματικές τα σχισματικά
      γενική των σχισματικών των σχισματικών των σχισματικών
    αιτιατική τους σχισματικούς τις σχισματικές τα σχισματικά
     κλητική σχισματικοί σχισματικές σχισματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχισματικός < μεσαιωνική ελληνική σχισματικός < αρχαία ελληνική σχίσμα < σχίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

σχισματικός

  1. που έχει σχέση με το σχίσμα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. που έχει αποσχιστεί από την επίσημη εκκλησία κι έχει καταδικαστεί εκκλησιαστικώς με συνοδική απόφαση
  3. (ουσιαστικοποιημένο) υποστηρικτής του σχίσματος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία