Ετυμολογία

επεξεργασία

αποσχίζομαι

  1. διαιρούμαι
  2. αποχωρίζομαι από μια ευρύτερη ομάδα, αποσπώμαι, αποσκιρτώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία