αποσχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσχίζω < αρχαία ελληνική ἀποσχίζω < ἀπό + σχίζω < πρωτοελληνική *skʰídyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) < *skey (χωρίζω, ανατέμνω)
Ρήμα
επεξεργασίααποσχίζω (παθητική φωνή: αποσχίζομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσχίζομαι
- απόσχιση
- αποσχισμένος
- αποσχιστής
- αποσχιστικά
- αποσχιστικός
- → δείτε τις λέξεις από και σχίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσχίζω | απόσχιζα | θα αποσχίζω | να αποσχίζω | αποσχίζοντας | |
β' ενικ. | αποσχίζεις | απόσχιζες | θα αποσχίζεις | να αποσχίζεις | απόσχιζε | |
γ' ενικ. | αποσχίζει | απόσχιζε | θα αποσχίζει | να αποσχίζει | ||
α' πληθ. | αποσχίζουμε | αποσχίζαμε | θα αποσχίζουμε | να αποσχίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσχίζετε | αποσχίζατε | θα αποσχίζετε | να αποσχίζετε | αποσχίζετε | |
γ' πληθ. | αποσχίζουν(ε) | απόσχιζαν αποσχίζαν(ε) |
θα αποσχίζουν(ε) | να αποσχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απόσχισα | θα αποσχίσω | να αποσχίσω | αποσχίσει | ||
β' ενικ. | απόσχισες | θα αποσχίσεις | να αποσχίσεις | απόσχισε | ||
γ' ενικ. | απόσχισε | θα αποσχίσει | να αποσχίσει | |||
α' πληθ. | αποσχίσαμε | θα αποσχίσουμε | να αποσχίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσχίσατε | θα αποσχίσετε | να αποσχίσετε | αποσχίστε | ||
γ' πληθ. | απόσχισαν αποσχίσαν(ε) |
θα αποσχίσουν(ε) | να αποσχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσχίσει | είχα αποσχίσει | θα έχω αποσχίσει | να έχω αποσχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσχίσει | είχες αποσχίσει | θα έχεις αποσχίσει | να έχεις αποσχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσχίσει | είχε αποσχίσει | θα έχει αποσχίσει | να έχει αποσχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσχίσει | είχαμε αποσχίσει | θα έχουμε αποσχίσει | να έχουμε αποσχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσχίσει | είχατε αποσχίσει | θα έχετε αποσχίσει | να έχετε αποσχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσχίσει | είχαν αποσχίσει | θα έχουν αποσχίσει | να έχουν αποσχίσει |
|