Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσχίζω < αρχαία ελληνική ἀποσχίζω < ἀπό + σχίζω < πρωτοελληνική *skʰídyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) < *skey (χωρίζω, ανατέμνω)

αποσχίζω (παθητική φωνή: αποσχίζομαι)

  1. σχίζω, ξεσχίζω
  2. χωρίζω
  3. διασπώ
  4. διαλύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία