απόσχιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσχιση | οι | αποσχίσεις |
γενική | της | απόσχισης* | των | αποσχίσεων |
αιτιατική | την | απόσχιση | τις | αποσχίσεις |
κλητική | απόσχιση | αποσχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόσχιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόσχι(σις) + -ση < ἀποσχίζω < ἀπό + σχίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.sçi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐σχι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόσχιση θηλυκό
- η ενέργεια, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσχίζω ή του αποσχίζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόσχιση
|