πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόσχιση οι αποσχίσεις
      γενική της απόσχισης* των αποσχίσεων
    αιτιατική την απόσχιση τις αποσχίσεις
     κλητική απόσχιση αποσχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόσχιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία