αποστασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστασία < αρχαία ελληνική ἀποστασία < ἀποστατῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποστασία θηλυκό
- εξέγερση κατά της εξουσίας
- (πολιτική) μεταπήδηση από ένα κόμμα προς άλλο
- αποκήρυξη της θρησκείας ή της πίστης
- (θρησκεία) (ειδικότερα για ιερείς) αποσχηματισμός, εκούσια αποβολή του ιερατικού σχήματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αποστάτης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αποστασία στη Βικιπαίδεια