αποστάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστάτης [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐στά‐της
- τονικό παρώνυμο: αποστατείς
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποστάτης αρσενικό (θηλυκό αποστάτρια & αποστάτισσα)
- αυτός που εξεγείρεται ενάντια στην καθιερωμένη εξουσία, που επαναστατεί, που αποστατεί
- (θρησκεία) αυτός που απαρνιέται τη θρησκεία του, αρνητής της θρησκείας του
- (πολιτική) αυτός που αποστασιοποιείται από την κυρίαρχη γραμμή του κόμματος που ανήκει ή και αποσχίζεται και εναντιώνεται σε αυτό
- εξάρτημα που χρησιμεύει στο να κρατάει κάποιο άλλο (ή δύο εξαρτήματα μεταξύ τους) σε απόσταση ή και να λειτουργεί ως στήριγμα
- ↪ πλευρικός αποστάτης, αποστάτες τιμονιού
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις από, στάση και στέκω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποστάτης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποστάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αποστάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αποστάτης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας