Ετυμολογία

επεξεργασία
εξεγείρομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξεγείρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kseˈʝi.ɾo.me/

εξεγείρομαι , πρτ.: εξεγειρόμουν, στ.μέλλ.: θα εξεγερθώ, αόρ.: εξεγέρθηκα, μτχ.π.π.: εξεγερμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία