επαναστατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαναστατώ < αρχαία ελληνική ἐπανάστασις <ἐπανίστημι
Ρήμα
επεξεργασίαεπαναστατώ
- ξεσηκώνομαι, αντιδρώ απέναντι σε μια καταπιεστική πολιτική εξουσία
- Πολλοί περίμεναν ότι ο λαός θα επαναστατούσε αντιδρώντας με πάθος στα μέτρα του μνημονίου
- προσπαθώ να ανατρέψω ένα καταπιεστικό καθεστώς και να επιβάλω άλλο πολίτευμα
- Οι προλετάριοι της Κίνας επαναστάτησαν και έφεραν στην εξουσία το κομμουνιστικό κόμμα
- (μεταφορικά) εξεγείρομαι για ζητήματα που με δεσμεύουν και με καταπιέζουν σε προσωπικό, εργασιακό, οικογενειακό επιπεδο