επαναστατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναστατικός < επαναστάτ(ης) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
επαναστατικός, -ή, -ό
- που δημιουργεί μια εξέγερση, που αντιδρά στο κατεστημένο
- επαναστατική οργάνωση, επαναστατικός άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: ανυπότακτος, αντισυμβατικός
- που κάνει σημαντική πρόοδο για την επιστήμη ή την ανθρωπότητα
- επαναστατική ανακάλυψη
- ≈ συνώνυμα: ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός
Παράγωγα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
που αντιδρά στο κατεστημένο
πρωτοποριακός