Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναστατικός η επαναστατική το επαναστατικό
      γενική του επαναστατικού της επαναστατικής του επαναστατικού
    αιτιατική τον επαναστατικό την επαναστατική το επαναστατικό
     κλητική επαναστατικέ επαναστατική επαναστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναστατικοί οι επαναστατικές τα επαναστατικά
      γενική των επαναστατικών των επαναστατικών των επαναστατικών
    αιτιατική τους επαναστατικούς τις επαναστατικές τα επαναστατικά
     κλητική επαναστατικοί επαναστατικές επαναστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναστατικός < επαναστάτ(ης) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

επαναστατικός, -ή, -ό

  1. που δημιουργεί μια εξέγερση, που αντιδρά στο κατεστημένο
    επαναστατική οργάνωση, επαναστατικός άνθρωπος
     συνώνυμα: ανυπότακτος, αντισυμβατικός
  2. που κάνει σημαντική πρόοδο για την επιστήμη ή την ανθρωπότητα
    επαναστατική ανακάλυψη
     συνώνυμα: ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία