• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξεγερμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εξεγερμένος εξεγερμένη εξεγερμένο
γενική εξεγερμένου εξεγερμένης εξεγερμένου
αιτιατική εξεγερμένο εξεγερμένη εξεγερμένο
κλητική εξεγερμένε εξεγερμένη εξεγερμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εξεγερμένοι εξεγερμένες εξεγερμένα
γενική εξεγερμένων εξεγερμένων εξεγερμένων
αιτιατική εξεγερμένους εξεγερμένες εξεγερμένα
κλητική εξεγερμένοι εξεγερμένες εξεγερμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξεγερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξεγείρω, εξεγείρομαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

εξεγερμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξεγείρομαι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξεγερμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξεγερμένος&oldid=3998965"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Αυγούστου 2018, στις 09:55

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Αυγούστου 2018, στις 09:55.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie