Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξεγερμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξεγερμέν
ος
η
εξεγερμέν
η
το
εξεγερμέν
ο
γενική
του
εξεγερμέν
ου
της
εξεγερμέν
ης
του
εξεγερμέν
ου
αιτιατική
τον
εξεγερμέν
ο
την
εξεγερμέν
η
το
εξεγερμέν
ο
κλητική
εξεγερμέν
ε
εξεγερμέν
η
εξεγερμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξεγερμέν
οι
οι
εξεγερμέν
ες
τα
εξεγερμέν
α
γενική
των
εξεγερμέν
ων
των
εξεγερμέν
ων
των
εξεγερμέν
ων
αιτιατική
τους
εξεγερμέν
ους
τις
εξεγερμέν
ες
τα
εξεγερμέν
α
κλητική
εξεγερμέν
οι
εξεγερμέν
ες
εξεγερμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξεγερμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξεγείρω
,
εξεγείρομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εξεγερμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξεγείρομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξεγερμένος
γαλλικά
:
insurgé
(fr)