εξεγερμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξεγερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξεγείρω, εξεγείρομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
εξεγερμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξεγείρομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξεγερμένος
εξεγερμένος, -η, -ο