αποστασιοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστασιοποιούμαι < ἀπόστασι(ς) + -ποιούμαι (παθητική φωνή του ρήματος ποιώ)
Ρήμα
επεξεργασίααποστασιοποιούμαι, π.αόρ.: αποστασιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποστασιοποιημένος (αποθετικό ρήμα)
- τηρώ τις αποστάσεις, απομακρύνομαι από κάποια άποψη, διαχωρίζω τη θέση μου, διαφοροποιούμαι