Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστασιοποιούμαι < ἀπόστασι(ς) + -ποιούμαι (παθητική φωνή του ρήματος ποιώ)

  Ρήμα επεξεργασία

αποστασιοποιούμαι, π.αόρ.: αποστασιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποστασιοποιημένος (αποθετικό ρήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία