Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανταρσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανταρσί
α
οι
ανταρσί
ες
γενική
της
ανταρσί
ας
των
ανταρσι
ών
αιτιατική
την
ανταρσί
α
τις
ανταρσί
ες
κλητική
ανταρσί
α
ανταρσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανταρσία
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀνταρσία
<
ἀνταίρω
<
ἀντί
+
αἴρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανταρσία
θηλυκό
ο
ξεσηκωμός
(με όπλα) εναντίον της εξουσίας, των νόμιμων αρχών
Συνώνυμα
επεξεργασία
στάση
εξέγερση
ξεσηκωμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανταρσία
αγγλικά
:
rebellion
(en)
γαλλικά
:
mutinerie
(fr)
,
rébellion
(fr)
κινεζικά
:
煽惑叛變
(zh)