Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσηκωμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξεσηκωμ
ός
οι
ξεσηκωμ
οί
γενική
του
ξεσηκωμ
ού
των
ξεσηκωμ
ών
αιτιατική
τον
ξεσηκωμ
ό
τους
ξεσηκωμ
ούς
κλητική
ξεσηκωμ
έ
ξεσηκωμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεσηκωμός
<
ξεσηκώνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεσηκωμός
αρσενικό
η
εξέγερση
η
αναστάτωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσηκωμός
αγγλικά
:
upheaval
(en)
γαλλικά
:
soulèvement
(fr)