↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στασιασμός οι στασιασμοί
      γενική του στασιασμού των στασιασμών
    αιτιατική τον στασιασμό τους στασιασμούς
     κλητική στασιασμέ στασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στασιασμός < αρχαία ελληνική στασιασμός[1] < στασιάζω < στάσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στασιασμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στασιασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • στασιασμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)