↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰσῐ- στᾰσε-
ονομαστική στάσῐς αἱ στάσεις
      γενική τῆς στάσεως τῶν στάσεων
      δοτική τῇ στάσει ταῖς στάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στάσῐν τὰς στάσεις
     κλητική ! στάσῐ στάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στάσει
γεν-δοτ τοῖν  στασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στάσις < θέμα στα- (δείτε ἵστημι) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάσις θηλυκό