Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στασιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

στασιάζω

  1. κηρύσσω
  2. κάνω ανταρσία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία