στασιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαστασιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στασιάζω | στασίαζα | θα στασιάζω | να στασιάζω | στασιάζοντας | |
β' ενικ. | στασιάζεις | στασίαζες | θα στασιάζεις | να στασιάζεις | στασίαζε | |
γ' ενικ. | στασιάζει | στασίαζε | θα στασιάζει | να στασιάζει | ||
α' πληθ. | στασιάζουμε | στασιάζαμε | θα στασιάζουμε | να στασιάζουμε | ||
β' πληθ. | στασιάζετε | στασιάζατε | θα στασιάζετε | να στασιάζετε | στασιάζετε | |
γ' πληθ. | στασιάζουν(ε) | στασίαζαν στασιάζαν(ε) |
θα στασιάζουν(ε) | να στασιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στασίασα | θα στασιάσω | να στασιάσω | στασιάσει | ||
β' ενικ. | στασίασες | θα στασιάσεις | να στασιάσεις | στασίασε | ||
γ' ενικ. | στασίασε | θα στασιάσει | να στασιάσει | |||
α' πληθ. | στασιάσαμε | θα στασιάσουμε | να στασιάσουμε | |||
β' πληθ. | στασιάσατε | θα στασιάσετε | να στασιάσετε | στασιάστε | ||
γ' πληθ. | στασίασαν στασιάσαν(ε) |
θα στασιάσουν(ε) | να στασιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στασιάσει | είχα στασιάσει | θα έχω στασιάσει | να έχω στασιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις στασιάσει | είχες στασιάσει | θα έχεις στασιάσει | να έχεις στασιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει στασιάσει | είχε στασιάσει | θα έχει στασιάσει | να έχει στασιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στασιάσει | είχαμε στασιάσει | θα έχουμε στασιάσει | να έχουμε στασιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε στασιάσει | είχατε στασιάσει | θα έχετε στασιάσει | να έχετε στασιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στασιάσει | είχαν στασιάσει | θα έχουν στασιάσει | να έχουν στασιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στασιάζω