σχίσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsçi.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχί‐σι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχίσιμο ουδέτερο
- άλλη μορφή του σκίσιμο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχίσιμο
|