Δείτε επίσης: ἀνατέμνω

Ετυμολογία

επεξεργασία

ανατέμνω, πρτ.: ανέτεμνα, απαρ.: ανατάμει/ανατμήσει, αόρ.: ανέταμα/ανέτμησα, παθ.φωνή: ανατέμνομαι, π.αόρ.: ανατμήθηκα, μτχ.π.π.: ανατετμημένος

  1. (λόγιο) κόβω κάποιο σώμα ή κάνω τομές σ' αυτό για ιατρικούς σκοπούς
  2. (λόγιο, μεταφορικά) αναλύω κάτι προσεκτικά και το εξετάζω λεπτομερώς

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία