ανατέμνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανατέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνατέμνω < ἀνά (ανα-) + τέμνω
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική disséquer
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈte.mno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τέ‐μνω
Ρήμα
επεξεργασία
ανατέμνω, πρτ.: ανέτεμνα, απαρ.: ανατάμει/ανατμήσει, αόρ.: ανέταμα/ανέτμησα, παθ.φωνή: ανατέμνομαι, π.αόρ.: ανατμήθηκα, μτχ.π.π.: ανατετμημένος
- (λόγιο) κόβω κάποιο σώμα ή κάνω τομές σ' αυτό για ιατρικούς σκοπούς
- (λόγιο, μεταφορικά) αναλύω κάτι προσεκτικά και το εξετάζω λεπτομερώς
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ανατέμνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανατέμνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)