αποσκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσκίζω < αποσχίζω
Ρήμα
επεξεργασίααποσκίζω
- άλλη μορφή του αποσχίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσκίζω | απόσκιζα | θα αποσκίζω | να αποσκίζω | αποσκίζοντας | |
β' ενικ. | αποσκίζεις | απόσκιζες | θα αποσκίζεις | να αποσκίζεις | απόσκιζε | |
γ' ενικ. | αποσκίζει | απόσκιζε | θα αποσκίζει | να αποσκίζει | ||
α' πληθ. | αποσκίζουμε | αποσκίζαμε | θα αποσκίζουμε | να αποσκίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσκίζετε | αποσκίζατε | θα αποσκίζετε | να αποσκίζετε | αποσκίζετε | |
γ' πληθ. | αποσκίζουν(ε) | απόσκιζαν αποσκίζαν(ε) |
θα αποσκίζουν(ε) | να αποσκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απόσκισα | θα αποσκίσω | να αποσκίσω | αποσκίσει | ||
β' ενικ. | απόσκισες | θα αποσκίσεις | να αποσκίσεις | απόσκισε | ||
γ' ενικ. | απόσκισε | θα αποσκίσει | να αποσκίσει | |||
α' πληθ. | αποσκίσαμε | θα αποσκίσουμε | να αποσκίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσκίσατε | θα αποσκίσετε | να αποσκίσετε | αποσκίστε | ||
γ' πληθ. | απόσκισαν αποσκίσαν(ε) |
θα αποσκίσουν(ε) | να αποσκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσκίσει | είχα αποσκίσει | θα έχω αποσκίσει | να έχω αποσκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσκίσει | είχες αποσκίσει | θα έχεις αποσκίσει | να έχεις αποσκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσκίσει | είχε αποσκίσει | θα έχει αποσκίσει | να έχει αποσκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσκίσει | είχαμε αποσκίσει | θα έχουμε αποσκίσει | να έχουμε αποσκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσκίσει | είχατε αποσκίσει | θα έχετε αποσκίσει | να έχετε αποσκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσκίσει | είχαν αποσκίσει | θα έχουν αποσκίσει | να έχουν αποσκίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσκίζω
|