↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσχιστικός η αποσχιστική το αποσχιστικό
      γενική του αποσχιστικού της αποσχιστικής του αποσχιστικού
    αιτιατική τον αποσχιστικό την αποσχιστική το αποσχιστικό
     κλητική αποσχιστικέ αποσχιστική αποσχιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσχιστικοί οι αποσχιστικές τα αποσχιστικά
      γενική των αποσχιστικών των αποσχιστικών των αποσχιστικών
    αιτιατική τους αποσχιστικούς τις αποσχιστικές τα αποσχιστικά
     κλητική αποσχιστικοί αποσχιστικές αποσχιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσχιστικός < από + σχίζω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποσχιστικός -ή -ό

  • που αναφέρεται ή υποστηρίζει την απόσχιση μιας περιοχής από το κράτος στο οποίο ανήκει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία