Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσχιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αποσχισθείς
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποσχιστ
ής
οι
αποσχιστ
ές
γενική
του
αποσχιστ
ή
των
αποσχιστ
ών
αιτιατική
τον
αποσχιστ
ή
τους
αποσχιστ
ές
κλητική
αποσχιστ
ή
αποσχιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσχιστής
<
αποσχίζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποσχιστής
αρσενικό
(
σπάνιο
) αυτός που
αποσχίζει
, που
αποχωρίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσχιστής
αγγλικά
:
secessionist
(en)
,
separatist
(en)