Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσχισθείς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσχισθείς
< μετοχή αορίστου του
αποσχίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
αποσχισθείς -είσα -έν
που
αποσχίστηκε
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσχισθείς
αγγλικά
:
breakaway
(en)